ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΤΕΚΝΟΥ

Η πατρότητα τέκνου γεννά πολύπλοκα νομικά ζητήματα, ειδικά σε περιπτώσεις ύπαρξηςενός τυπικά έγκυρου και ουσιαστικά ανύπαρκτου γάμου της μητέρας του με το σύζυγό της και σύναψης της τελευταίας κατά το κρίσιμο διάστημα της σύληψης σαρκικών σχέσεων με τρίτο πρόσωπο. Τεκμήριο πατρότητας ή Τεκμήριο καταγωγής από γάμο Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες (300) ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου της τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας του (τέκνο γεννημένο εντός γάμου). Δηλαδή με την γέννηση του τέκνου εντός των παραπάνω χρονικών πλαισίων ιδρύεται αυτομάτως ο συγγενικός δεσμός του με τον σύζυγο της μητέρας του. Ακόμη και εάν στην πραγματικότητα δεν κατάγεαι από τον σύζυγο, εάν δεν προσβληθεί η τεκμαιρόμενη πατρότητα, πατέρας υπό νομική έννοια παραμένει ο σύζυγος. Αδιάφορος είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης ή της αγωγής διαζυγίου, ακόμη και στην περίπτωση αποδειχθεί δικαστικά η διάσταση των συζύγων πριν το διαζύγιο, όπερ σημαίνει ότι η σαρκική επαφή είναι μάλλον απίθανη. Τέκνο γεννημένο σε γάμο θεωρείται και το τέκνο που γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, εφόσον υπάρχει η απαιτούμενη δικαστική άδεια. Αν ωστόσο το τέκνο γεννήθηκε μετά την τριακοσιοστή (300η) ημέρα από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, η απόδειξη της πατρότητας του συζύγου βαρύνει αυτόν που την επικαλείται. Το ίδιο ισχύει και όταν η τεχνητή γονιμοποίηση έγινε μετά τον θάνατο του συζύγου, παρά την έλλειψη δικαστικής άδειας. Με το τεκμηρίο πατρότητας τεκνου αυτομάτως επέρχονται όλες οι συνέπειες που επιφέρει αυτή η σχέση συγγένειας, όπως δικαίωμα και υποχρέωση διατροφής του τέκνου, εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα κ.α. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΕΚΝΟΥ Ένα τέκνο που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του μπορεί να αναγνωρισθεί από τον πατέρα του είτε εκούσια είτε δικαστικά. Η αναγνώριση αυτή οδηγεί στο να απολαμβάνει το παιδί όλα τα δικαιώματα του παιδιού που γεννιέται σε γάμο. Αυτό σημαίνει ότι έχει πλήρη συγγένεια τόσο με τον πατέρα του όσο και με τους συγγενείς του, ενώ παιδί και πατέρας συνδέονται πλέον με σχέση γονικής μέριμνας. Τέλος, το παιδί αποκτά κληρονομικά δικαιώματα (νόμιμη μοίρα κι εξ’ αδιαθέτου διαδοχής). α. Εκούσια αναγνώριση πατρότητας μπορεί να ζητηθεί από τον πατέρα ή τους γονείς του (αν έχει πέθανει), εφόσον η μητέρα δώσει τη συναίνεσή της (αν ζει). Η δήλωση γίνεται είτε σε συμβολαιογράφο είτε με διαθήκη, ακόμα και πριν τη γέννηση του τέκνου έως και μετά το θάνατό του (αν άφησε παιδιά, αλλιώς έως αυτόν). Η δήλωση και η αποδοχή δίνονται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ενώ δεν επιτρέπεται ανάκλησή τους. Η εκούσια αναγνώριση μπορεί να προσβληθεί μόνο από το ίδιο τέκνο, τους γονείς αν υπάρχει ζήτημα έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας ή συναίνεσης, καθώς και από πρώην άφαντο γονέα. β. Δικαστική αναγνώριση πατρότητας μπορεί να ζητηθεί από τρία πρόσωπα. Πρώτον, από τη μητέρα του τέκνου (με κριτήρια πάντα δικαιοπρακτικής ικανότητας), δεύτερον από το ίδιο το τέκνο και τρίτον από τον πατέρα (ή τους γονείς του) αν η μητέρα αρνήθηκε να δώσει τη συναίνεσή της για εκούσια αναγνώριση. Το δικαίωμα του παιδιού είναι αυτοτελές σε σχέση με της μητέρας, η μητέρα δηλαδή το ασκεί για το πρόσωπό της και όχι ως εκπρόσωπος του παιδιού. Η αναγνώριση μπορεί να στραφεί και κατά των κληρονόμων του εκάστοτε γονέα. Η πατρότητα αποδεικνύεται με τεκμήριο πατρότητας την σαρκική συνάφεια των δύο εμπλεκομένων στο κρίσιμο διάστημα, ενώ βέβαια υπάρχουν μέθοδοι ταυτοποίησης μέσω εξετάσεων DNA. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ Νομιμοποιούμενα πρόσωπα που μπορούν να προβούν σε προσβολή της πατρότητας τέκνου είναι: α) ο σύζυγος της μητέρας, ο οποίος με την αγωγή στρέφεται κατά της μητέρας και του τέκνου αυτής, β) οι ανιόντες και δη η μητέρα ή ο πατέρας του συζύγου (εάν ο σύζυγος πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα προσβολής), οι οποίοι με την αγωγή στρέφονται κατά του τέκνου και της μητέρας αυτού, γ)το τέκνο, το οποίο με την αγωγή στρέφεται κατά της μητέρας αυτού και του συζύγου της, δ) η μητέρα του τέκνου, η οποία με την αγωγή της στρέφεται κατά του ίδιου του τέκνου και του συζύγου αυτής, ε) ο άνδρας (εραστής) με τον οποία η μητέρα, βρισκόμενη σε διάσταση με τον σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, ο οποίος με την αγωγή του στρέφεται κατά του τέκνου και των δύο συζύγων. Η ως άνω αγωγή προσβολής εγείρεται από τα ως άνω πρόσωπα είτε αυτοπροσώπως είτε με ειδικό πληρεξούσιο. Η προσβολή πατρότητας τέκνου αποκλείεται: α) για τον σύζυγο της μητέρας, εάν παρέλθει ένα (1) έτος αφόρου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε απ’ αυτόν, και σε κάθε περίπτωση, όταν περάσουν πέντε (5) έτη από τον τοκετό, β) για τον πατέρα ή τη μητέρα του συζύγου, όταν περάσει ένα (1) έτος από τότε που πληροφορήθηκαν τον θάνατο του υιού τους (και συζύγου) και την γέννηση του τέκνου, γ) για το ίδιο το τέκνο, εφόσον παρήλθε ένα έτος από την ενηλικίωσή του, δ) για την μητέρα, εφόσον παρέλεθει ένα (1) έτος από τον τοκετό ή εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για την μη προσβολή της πατρότητας κατά τη διάρκεια του γάμου, έξι (6) μήνες αφότου λύθηκε ή ακυρώθηκε ο γάμος με τον σύζυγό της και ε) για τον εραστή της μητέρας, δύο (2) έτη μετά τον τοκετό. Αποτέλεσμα της προσβολής πατρότητας είναι ότι το τέκνο χάνει την ιδιότητα τέκνου γεννημένο εντός γάμου αναδρομικά από την γέννησή του και οι συγγενικοί δεσμοί με τον τεκμαιρόμενο πατέρα του και τους συγγενείς αυτού σπάνε. Σε περίπτωση που η διαδικασία προσβολής πατρότητας εκκινήθη από τον εραστή της μητέρας του τέκνου και εξεδόθη αμετάκλητη δικαστική απόφαση που την κάνει δεκτή, τότε επέρχεται αυτομάτως και δικαστική αναγνώριση του τέκνου, με όλες τις έννομες συνέπειες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.