Θεμελιώδεις λίθος του οικογενειακού δικαίου και εφαλτήριο δικαιωμάτων κ΄ υποχρεώσεων αποτελεί ο γάμος, ένας θεσμός με πληθώρα κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών προεκτάσεων. Ωστόσο με τον εκμοντερνισμό της κοινωνίας και την επικράτηση θεμελιωδών νόμων, όπως είναι το Σύνταγμα, από όπου εκπορεύονται και οι ειδικότερες διατάξεις, που συνθέτουν και το οικογενειακό δίκαιο, ο γάμος απέκτησε μορφή συμβάσεως, από όπου, εκτός από τις κοινωνικές και πολιτιστικές συνέπειες, προκύπτουν και πληθώρα δικανικών συνεπειών, όπως κληρονομικά, εμπράγματα, ενοχικά, ακόμα και ποινικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Κατά βάση όμως είναι μία σύμβαση, που διέπεται από συγκεκριμένες νομικές διατάξεις, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον τόπο τελέσεώς του. Απώτερος σκοπός του γάμου ήταν ανέκαθεν η συνέχιση του «οίκου» και της οικογένειας, διαμέσου της συνέχισης του ονόματος, με την γέννηση τέκνων κατά τεκμήριο γνήσιων. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται (τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες) η διαδοχή στα αξιώματα και η περιουσιακή συνέχεια της οικογένειας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι λίγα χρόνια πριν ίσχυε ο θεσμός της μοιχείας στην Ελλάδα, γεγονός, που αποδεικνύει, ότι το φύλλο των γυναικών μέσα στα πλαίσια της της έγγαμης συμβίωσης υστερούσε σε δικαιώματα κινήματα ισότητας των γυναικών, όμως, αλλά και η αυξημένη ακρόαση περί των δικαιωμάτων της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας από τον ντόπιο νομοθέτη έχει φτάσει τα πράγματα σε ένα σημείο όπου, παρά τις όποιες ατέλειες του εγχώριου νομικού συστήματος, ο νομοθέτης δεν κάνει διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στην ουσία, προστατεύει το αδύναμο μέρος, ανεξαρτήτως φύλου. Στη σημερινή νομική πρακτική, η προστασία του αδύναμου μέρους συνήθως σημαίνει την προστασία της γυναίκας, η οποία παραμένει, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οικονομικά ασθενέστερη έναντι του συζύγου της. Στην ελληνική έννομή τάξη, ο γάμος διέπεται από τις διατάξεις του αστικού κώδικα. Στον αστικό κώδικα προβλέπονται δύο τύποι γάμου, ο πολιτικός και ο θρησκευτικός. Δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά ως προς τις συνέπειές τους, και οι διαφορές τους συνίστανται αποκλειστικά στον τρόπο τέλεσής τους. Παράλληλα, με νόμο που έχει ήδη ψηφιστεί στη βουλή, προβλέπεται ένας εναλλακτικός τρόπος συμβίωσης δύο ατόμων, με έννομες συνέπειες παραπλήσιες του γάμου, που δεν αποτελεί ωστόσο γάμο. Πρόκειται για το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, το οποίο πραγματοποιείται με την υπογραφή σχετικής σύμβασης ενώπιον συμβολαιογράφου και με το οποίο ρυθμίζονται διάφορες πτυχές της κοινωνικής, περιουσιακής και οικογενειακής ζωής των ατόμων που αποφασίζουν να συμβιώσουν. Με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, όπως ίσχυε παλαιότερα. Δηλαδή, ως προς τις έννομες σχέσεις τους, κάθε ένας από τους συζύγους διατηρεί το πατρικό του επώνυμο. Στην εργασία τους, στη σύναψη συμβάσεων (π.χ. αγορά ακινήτου) κ.ο.κ., οι σύζυγοι χρησιμοποιούν το πατρικό τους επώνυμο. Αντίθετα, στις κοινωνικές σχέσεις, ο νομοθέτης αφήνει το περιθώριο ο ένας σύζυγος να χρησιμοποιεί το επώνυμο του άλλου ή να χρησιμοποιεί και τα δύο. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση εισήχθη το 1983. Όμως, και τους για τους γάμους που συνήφθησαν παλαιότερα, προβλέφθηκε διαδικασία με την οποία οι γυναίκες μπορούν να ανακτήσουν το πατρικό τους επώνυμο. Βασική υποχρέωση που επέρχεται με την τέλεση του γάμου είναι η υποχρέωση συμβίωσης των συζύγων. Κατά την κοινή συμβίωση, οι σύζυγοι οφείλουν να αποφασίζουν από κοινού για τα ζητήματα συζυγικού βίου, εκτός κι αν κάποιος από τους δύο βρίσκεται σε αδυναμία να αποφασίσει. Απόρροια αυτής της «αρχής της συναπόφασης» είναι οι αρχές της συντροφικότητας και της συνεργασίας, του σεβασμού της προσωπικότητας και της απαγόρευσης της κατάχρησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έγγαμη συμβίωση. Η συναπόφαση είναι δικαίωμα αλλά και υποχρέωση για τους συζύγους και καλύπτει όλες τις εκφάνσεις του έγγαμου βίου (καθημερινές ανάγκες, τέκνα, διατροφή). Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι, σε περίπτωση διαφωνίας, ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει τρόπο ρύθμισης. Ας διευκρινιστεί, πάντως, ότι η αρχή της συναπόφασης διέπει μόνο τον συζυγικό βίο, και όχι τον ατομικό βίο των συζύγων – όπως τα θέματα της προσωπικότητας ή τα θέματα της επαγγελματικής δραστηριότητας κάθε συζύγου. Εξάλλου ο νομοθέτης έχει προβλέψει ρητά ότι οι επαγγελματικές δραστηριότητες των συζύγων προστατεύονται, δεν αποτελούν αντικείμενο συναπόφασης, αλλά θέμα του κάθε ενός συζύγου ξεχωριστά, αρκεί αυτές να μην αποβαίνουν βλαπτικές για τα συμφέροντα και τις ανάγκες της οικογένειας. Μεγάλο κεφάλαιο της έγγαμης συμβίωσης αποτελεί αυτό της ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Η ελληνική έννομη τάξη προβλέπει δύο συστήματα, της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων και της κοινοκτημοσύνης. Το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων αποτελεί τον κανόνα, καθώς κρίθηκε ως το δικαιότερο και ως το λιγότερο πιθανό να οδηγήσει σε άνιση κατανομή της περιουσίας. Με το σύστημα αυτό, κάθε σύζυγος διατηρεί την ατομική του περιουσία, κινητή και ακίνητη, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο κτήσης της. Έτσι, και μετά το γάμο, ο κάθε σύζυγος διαχειρίζεται και διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία κατά βούληση. Στην πράξη, αυτή η ρύθμιση ενδεχομένως να έρχεται σε σύγκρουση με τον κανόνα της συναπόφασης. Σε κάθε περίπτωση, ως ορθότερη λύση προκρίνεται αυτή που εξυπηρετεί το συμφέρον του συζυγικού βίου. Ωστόσο, επιλογή των συζύγων μπορεί να αποτελέσει η υπαγωγή στο σύστημα της κοινοκτημοσύνης. Από διοικητικής άποψης, το σύστημα της κοινοκτημοσύνης είναι αρκετά περίπλοκο και γι’ αυτό το λόγο δεν συναντάται συχνά στην πράξη. Για να λειτουργήσει το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, πρέπει οι σύζυγοι να υπογράψουν σχετική σύμβαση, με την οποία η περιουσία τους χωρίζεται σε ίσα μερίδια, ενώ ο κάθε σύζυγος δεν μπορεί να διαθέσει το μερίδιο του χωρίς τη διάθεση του αντίστοιχου μεριδίου του άλλου συζύγου. Το σύστημα της κοινοκτημοσύνης είναι δυνατόν να επιλεχθεί για κάποια μόνο περιουσιακά στοιχεία, ενώ για τα υπόλοιπα που δεν θα υπαχθούν στη σχετική σύμβαση θα ισχύσει ο κανόνας της περιουσιακής αυτοτέλειας. Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι με το νόμο του 1983 καταργήθηκε οριστικά και στην Ελλάδα ο θεσμός της προίκας, ενώ αυτού του είδους οι δικαιοπραξίες, στις οποίες συμβαλλόταν ο σύζυγος με τον προικοδότη, και η σύζυγος εμφανιζόταν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, μετατράπηκαν αυτόματα σε δικαιοπραξίες υπέρ της συζύγου. Τέλος, στην Ελλάδα δεν προβλέπεται η σύναψη προγαμιαίου συμβολαίου. Στην περίπτωση δε που συναφθεί, θα είναι άκυρο ως αντίθετο στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη.