ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ-ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ α. Η παροχή εργασίας Ο εργαζόμενος υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του εργοδότη την εργασία του, την οποία και οφείλει να εκτελέσει. Η έκταση της υποχρέωσης του εργαζόμενου για εργασία, προσδιορίζεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Με το δικαίωμα αυτό ο εργοδότης καθορίζει το είδος, τον τρόπο, τον τόπο, το χρόνο της εργασίας και γενικά κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο απορρέει από τη φύση της σύμβασης της εργασίας πρέπει να ασκείται καλόπιστα, η δε κατάχρηση αυτού υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Στο δικαίωμα αυτό τίθενται περιορισμοί τόσο από νομοθετικές διατάξεις όσο και από συλλογικές συμβάσεις ή και από όρους της εργασιακής σύμβασης. Αναφορικά με το είδος και τον τόπο της εργασίας, ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει από τον εργαζόμενο να εκτελεί την εργασία, για την οποία έχει προσληφθεί. Η μετάθεση από το ένα τμήμα της επιχείρησης σε άλλο επιτρέπεται και χωρίς τη συναίνεση του εργαζόμενου, αρκεί η μετάθεση αυτή να μη δημιουργεί χειροτέρευση της θέσης του. Για το χρόνο της εργασίας ο εργοδότης δικαιούται να απασχολεί τον εργαζόμενο σύμφωνα με τις ώρες που ο νόμος ορίζει. Σε περίπτωση υπερωρίας ο εργαζόμενος υποχρεούται στην εκτέλεση αυτής και δικαιούται για την εργασία αυτή ιδιαίτερη αμοιβή. Αν ο εργοδότης δεν αποδέχεται την εργασία του εργαζόμενου που συμφωνήθηκε, τότε καθίσταται υπερήμερος και ευθύνεται για την καταβολή του μισθού (Α.Κ. 656). β. Υποχρέωση του εργαζόμενου προς πίστη: Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αξιώσει την έντιμη συμπεριφορά του εργαζόμενου έναντι της επιχείρησης. Η υποχρέωση προς πίστη, όπως συνήθως λέγεται, συνίσταται από μέρους του εργαζόμενου στην προσπάθεια να ενεργεί πάντοτε με σκοπό την πρόοδο της επιχείρησης και να αποφεύγει κάθε ενέργεια που να ζημιώνει αυτήν. Ο εργαζόμενος οφείλει να μην εκτελεί εργασίες όμοιες με εκείνες του εργοδότη, εκτός αν έχει τη συγκατάθεσή του, πολύ δε περισσότερο να μη συναγωνίζεται αυτόν, ούτε να βοηθά άλλους ανταγωνιστές της επιχείρησης, με τη μέθοδο της αποκάλυψης μυστικών ή πληροφοριών σ΄ αυτούς. Επίσης οφείλει να τηρεί εχεμύθεια σε εργασίες που του εμπιστεύθηκε η επιχείρηση και που έχουν χαρακτηρισθεί απόρρητες. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από τις αρχές της καλής πίστης (άρθρα 200 και 288 ΑΚ.) και στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία. γ. Αυτοπρόσωπη εκτέλεση της εργασίας – Αποκατάσταση βλάβης που προξενήθηκε συνεπεία δόλου ή αμέλειας του εργαζόμενου Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 651 και 652 του ΑΚ ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει την εργασία του αυτοπροσώπως και να επιδείξει την ανάλογη επιμέλεια γι΄ αυτήν. Ευθύνεται δε για κάθε ζημιά που μπορεί να προξενήσει στον εργοδότη όταν αυτή προέρχεται από δόλο ή αμέλεια. Γεννάται κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή δικαίωμα του εργοδότη για αποζημίωση. Ο βαθμός της επιμέλειας για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος, κρίνεται από τη σύμβαση, αφού λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές γνώσεις που απαιτούνται για την εργασία, η μόρφωση, οι ικανότητες και οι ιδιότητες του εργαζόμενου, τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο εργοδότης. Αν ο εργοδότης γνώριζε την έλλειψη αυτών των ιδιοτήτων του εργαζόμενου και αποδέχθηκε την παροχή εργασίας τότε ο εργαζόμενος δεν ευθύνεται για τη ζημιά που μπορεί να συμβεί, σύμφωνα με την αρχή του συμψηφισμού των πταισμάτων και από τα δύο μέρη (άρθρο 300 ΑΚ). Δικαιώματα εργοδότη στην περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος επισχέσεως εργασίας – Καταγγελία σύμβασης εργασίας Αυτονόητο είναι ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει ότι ο εργαζόμενος, ο οποίος άσκησε νομίμως το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, εγκατέλειψε αυθαιρέτως τη θέση του και συνακόλουθα να θεωρήσει ότι αυτός (ο εργαζόμενος) κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση ώστε, εφόσον πρόκειται για σύμβαση αορίστου χρόνου, να απαλλαγεί από την υποχρέωση του προς καταβολή της, κατά τις διατάξεις του Ν. 21 12 / 20 και 3198/1955, οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεως. Ο εργοδότης δικαιούται βέβαια να καταγγείλει, και ύστερα από τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως, την εργασιακή σύμβαση, υποχρεούμενος όμως να καταβάλλει την οφειλόμενη αποζημίωση και αποκρουόμενος με την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματός του, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα. Αν η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης δεν γίνει σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως στην περίπτωση εργοδότη νομικού προσώπου από όργανο του εργοδότη που έχει αυτή την εξουσία ή δεν καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση ή αν η καταγγελία κριθεί καταχρηστική, ο εργοδότης πάλι περιέρχεται μη αποδεχόμενος την παροχή της εργασίας σε υπερημερία και οφείλει, όσο αυτή διαρκεί, τις αποδοχές του εργαζομένου, σαν ο τελευταίος να εργαζόταν κανονικά ( Εφ.Αθ. 7027 /1991 Δ/νη 1993 .177, Εφ.Αθ. 11510 /1989 Νο.Β. 1990.651 ).

Παύση υπερημερίας εργοδότη και εξάντληση συνεπειών επισχέσεως εργασίας

Η υπερημερία του εργοδότη παύει και οι για τον εργαζόμενο συνέπειες της επισχέσεως της εργασίας του εξαντλούνται, είτε με την καταβολή των οφειλόμενων σ’ αυτόν, είτε με την εκπλήρωση του ουσιώδους όρου της συμβάσεως είτε κατόπιν συμφωνίας με τον εργαζόμενο (ΕφΠειρ 769/2000 ΔΕΕ 2001,198, ΕφΑθ 8528/2003). Εξ ετέρου, ο εργοδότης κατά την πληρωμή του μισθού και τη χορήγηση εκκαθαριστικού σημειώματος έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη (ΑΚ 424). Η εν λόγω απόδειξη για να μπορεί να ληφθεί υπόψη, πρέπει να είναι αναλυτική και λεπτομερής, να αναφέρει δηλαδή τα επιμέρους ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου καθώς επίσης και την αιτία της καταβολής τους, στοιχεία, τα οποία, οπωσδήποτε για το ορισμένο της, πρέπει να περιέχει και η εκ μέρους του εναγόμενου εργοδότη προβαλλόμενη ένσταση εξοφλήσεως των εργασιακών απολαβών, κατά τις συνδυαστικά εφαρμοζόμενες διατάξεις ΑΚ 419 και ΚΠολΔ 262 παρ. 1 (ΑΠ 24/2000 ΕλΔ 41,720).

Περιορισμοί του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας

Όμως, το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για το οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών), ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1153/2009). Το αξιόλογο αυτό κρίνεται από το δικαστήριο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως ενόψει των οικονομικών και εν γένει συνθηκών του ασκούντος το δικαίωμα τούτο εργαζομένου (ΕφΘεσ 1497/1978, ό.π.). ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΓΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΛΟΓΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτε­δήποτε τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για σπουδαίο λόγο, χω­ρίς να τηρήσει προθεσμία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής σπουδαίο λόγο αποτε­λούν τα περιστατικά εκείνα, ή ακόμη και το μεμονωμένο εκείνο περιστατικό, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατά αντικει­μενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να αξιωθεί από οποιοδήποτε εκ των συμβαλλόμενων μερών η συνέχιση της συμβάσεως μέχρι τη συμφωνημένη ή την εκ του νόμου υποχρεωτική λήξη της, αφού ληφθεί υπόψη το σύνολο της συγκεκριμένης περίπτωσης. Ο σπουδαίος λόγος δεν είναι απαραίτητο να έχει ως αιτία μόνον την ουσιώδη παράβαση των συμβατικών υπο­χρεώσεων ή την επέλευση ζημίας, αλλά και οποιαδήποτε συμπεριφορά του ενός από τους συμβαλλομένους, που να έχει τέτοια σημασία για τη λειτουργία της σύμβασης, ώστε, αφού ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, καθώς και ο χαρακτήρας της σχέσης που προϋπο­θέτει την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης, να μη δικαιολογείται ο υπαίτιος αξιώνοντας τη διατήρηση της (Ολ ΑΠ 10/95 ΔΕΝ 1995.809, ΑΠ 321/00 ΕΕργΔ 2002584, ΑΠ 14/99 ΕΕργΔ 2001.17, ΑΠ 1701/98 ΕλλΔνη 2001.125). Έτσι, σπουδαίο λόγο αποτελεί και η παράβαση όχι μόνον των κύ­ριων αλλά και των παρεπόμενων, πάντοτε όμως ουσιωδών, συμβατικών υποχρεώσεων, είτε έχουν συνομολογηθεί ρητά, είτε επι­βάλλονται από το νόμο, χωρίς να απαιτείται να επέρχεται και υλική ζημία στον αντισυμ­βαλλόμενο. Για τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου μπορούν να συνεκτιμηθούν περισσότερα από ένα πραγματικά περιστατικά, ακόμα και προγενέστε­ρα, που αυτοτελώς δεν συνιστούν σπουδαίο λόγο, ενώ αποτελεί τέτοιο λόγο ή τέλεση σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος από το μισθωτό (ΑΠ 155/70 ΔΕΝ 26.573), καθώς και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του εργο­δότη προς το πρόσωπο του. Με τη σύμβαση εργασίας ή / και τον κανονισμό της εργοδό­τριας επιχείρησης μπορούν να προσδιορι­σθούν και ειδικοί λόγοι, εφόσον από τις περιστάσεις και τη φύση της εργασίας δικαιολο­γούνται ως σπουδαίοι για την καταγγελία της συμβάσεως. Εξάλλου ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος με ποινή ακυρότητας να εκθέτει στο έγγραφο της καταγγελίας τον σπουδαίο λόγο ή τα περιστατικά που τον θεμελιώνουν, αφού η άνω διάταξη δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση.