ΑΚΥΡΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ

Άκυρη και Καταχρηστική Απόλυση  Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και, συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ., δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του Α.Κ. Επομένως, η καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη μπορεί να προσβληθεί από τον εργαζόμενο ως καταχρηστική, εφόσον, πληροί μεν τις προϋποθέσεις της τυπικής νομιμότητας της καταγγελίας, αλλά συνιστά υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Οπότε, είναι σκόπιμο να διακρίνουμε την καταγγελία, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου, από την καταχρηστική καταγγελία, παρόλο που συνέπεια και των δύο αυτών ελαττωμάτων είναι, εν τέλει, η ακυρότητα της καταγγελίας. Προϋποθέσεις έγκυρης τακτικής καταγγελίας Οι προϋποθέσεις έγκυρης τακτικής καταγγελίας είναι οι ακόλουθες: – Γραπτή κοινοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας στον εργαζόμενο. Η προφορική καταγγελία είναι άκυρη. -Τήρηση ορισμένου χρόνου προειδοποίησης, που είναι ανάλογος με τον χρόνο προϋπηρεσίας στον τελευταίο εργοδότη. – Χορήγηση αποζημίωσης, η οποία είναι ανάλογη με τον χρόνο προϋπηρεσίας στον τελευταίο εργοδότη. – Αναγγελία της απόλυσης στον ΟΑΕΔ μέσα σε 8 ημέρες από την κοινοποίηση του εγγράφου της καταγγελίας στον εργαζόμενο. Η παράλειψη της προϋπόθεσης αυτής δεν ακυρώνει την καταγγελία, αλλά έχει ποινικές συνέπειες για τον εργοδότη. Η άτακτη καταγγελία είναι η μοναδική μορφή καταγγελίας για τους εργάτες και η πιο συνηθισμένη για τους υπαλλήλους. Οι προϋποθέσεις έγκυρης άτακτης καταγγελίας είναι οι ίδιες με την τακτική χωρίς την προϋπόθεση της προειδοποίησης. Περιπτωσιολογία καταχρηστικής καταγγελίας Καταγγελία της σχέσης εργασίας, που πληροί τις προϋποθέσεις τυπικής νομιμότητας, όπως αυτές αναφέρονται περιληπτικά παραπάνω, μπορεί να είναι, παρόλα αυτά καταχρηστική, εφόσον υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Έχει διαμορφωθεί πλούσια νομολογία επί του ζητήματος της καταχρηστικής καταγγελίας, σύμφωνα με την οποία καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι καταχρηστική, εφόσον:

  1. Οφείλεται σε επιλήψιμα κίνητρα του εργοδότη, π.χ. λόγους εμπάθειας ή εκδίκησης και γενικά προσωπικούς λόγους του εργοδότη που δεν συνδέονται με τα συμφέροντα της επιχείρησης (ΑΠ 1591/2010).
  2. Οφείλεται σε ασθένεια του μισθωτού, ανεξαρτήτως της σοβαρότητας και της μακροχρόνιας απουσίας του εργαζομένου, παρόλο που ο εργαζόμενος έχει θεραπευτεί ή αναμένεται η σε σύντομο χρόνο θεραπεία του (ΑΠ 1759/2002).
  3. Οφείλεται στη διάθεση του εργοδότη να προσλάβει άλλο μισθωτό, παρά τη μακρόχρονη και επιτυχή υπηρεσία του απολυόμενου μισθωτού και χωρίς την ύπαρξη αποχρώντα λόγου για την απόλυση (ΑΠ 1155/1999)
  4. Οφείλεται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, οι οποίοι είναι στην πραγματικότητα προσχηματικοί ή δεν είναι απολύτως αναγκαία, ενόψει της δυνατότητας υιοθέτησης ηπιότερων μέσων (π.χ. μερική απασχόληση) (ΑΠ 1124/2007, ΑΠ 573/2007
  5. Οφείλεται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, αλλά όχι στην επιλογή των απολυόμενων με αντικειμενικά κριτήρια (ΑΠ 1124/2007).

Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη απόφαση 5/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έκρινε ότι είναι άκυρη ΩΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ η καταγγελία σύμβασης εργασίας εργαζομένου, ο οποίος δεν συναίνεσε και δεν αποδέχθηκε την προτεινόμενη μείωση των αποδοχών του κατά ποσοστό 15% από τον εργοδότη του, γιατί αυτή παραβιάζει τα αξιολογικά όρια του άρθρου 281 του Α.Κ., διότι η μείωση των αποδοχών του όχι μόνο θα του προκαλούσε άμεση (υλική) ζημία, αλλά θα ανατρεπόταν και ο οικονομικός και οικογενειακός προγραμματισμός του. Με βάση τις σχετικές διατάξεις για την καταγγελία συμβάσεως και την πλούσια νομολογία, όπως έχει διαμορφωθεί ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω περιπτώσεις ακυρότητας της απόλυσης: α. Μη καταβολή της αποζημίωσης μαζί με έγγραφο της απόλυσης: Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής αποζημίωσης έστω και μίας (1) δόσης επέρχεται ακυρότητα της απόλυσης. β.Καταχρηστική απόλυση Όταν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ασκείται καταχρηστικά, όταν δηλαδή υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Πολλές περιπτώσεις απόλυσης έχουν κριθεί από τα Δικαστήρια σαν καταχρηστικές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: Απόλυση που γίνεται για την ικανοποίηση από τον εργοδότη αισθήματος εκδίκησης προς τον εργαζόμενο που είναι άσχετο με την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας. Καταχρηστικές είναι και οι απολύσεις που γίνονται λόγω νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης του εργαζόμενου, ή λόγω δικαστικής διεκδίκησης των αξιώσεών του, ή λόγω αρνήσεώς του να δεχθεί παράνομη απαίτηση του εργοδότη, ή για πολιτικούς λόγους κλπ. Καταχρηστική έχει κριθεί επίσης η προσφυγή από τον εργοδότη στο δυσμενέστερο για τον εργαζόμενο μέσο, την απόλυση, για πειθαρχική παράβαση ενώ ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθεί με ηπιότερα μέτρα, όπως με τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό της επιχείρησης ποινές. Γενικά καταχρηστική είναι κάθε απόλυση που δεν δικαιολογείται από το καλώς εννοούμενο συμφέρον του εργοδότη ή από άλλες αντισυμβατικές ενέργειες του εργαζόμενου, από τις οποίες επηρεάζεται ο κανονικός ρυθμός της εργασίας. γ. Απόλυση αντίθετη με απαγορευτικές διατάξεις Σε ορισμένες περιπτώσεις η νομοθεσία απαγορεύει ρητά την απόλυση. Τέτοιες περιπτώσεις είναι κυρίως οι εξής:

  • Συνδικαλιστικά στελέχη: Απαγορεύεται η απόλυση των συνδικαλιστικών στελεχών χωρίς απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής.
  • Έγκυες εργαζόμενες:1. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153) αντικαθίσταται ως εξής: «1. Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη.» άρθρο 36, Ν.3996/2011
  • Αδειούχοι εργαζόμενοι: Είναι άκυρη η απόλυση εργαζομένου που έγινε κατά την διάρκεια της ετήσιας άδειας αναπαύσεως που του χορηγήθηκε.

 

  • Στρατευμένοι μισθωτοί: Δεν αποτελεί λόγο λύσης σύμβασης εργασίας, η στράτευσή τους. Υπάρχουν προστατευτικές διατάξεις γι’ αυτούς που στρατεύονται ή αποστρατεύονται και δεν επιτρέπεται να απολυθούν, ακόμα και για ένα χρόνο μετά την αποστράτευσή τους. Η κύρωση για το μη σεβασμό των διατάξεων, είναι η ειδική πρόσθετη αποζημίωση, ίση με μισθούς 6 μηνών επιπλέον της αποζημίωσης για την απόλυση.
  • Οι προσληφθέντες αναγκαστικά με τις διατάξεις για ην προστασία ατόμων με ειδικές ανάγκες, πολυτέκνων, πολεμιστών, αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης κλπ, δεν επιτρέπεται να απολυθούν χωρίς απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής.

Ενέργειες Εργαζόμενου σε περίπτωση Άκυρης Απόλυσης: Ο εργαζόμενος που απολύεται από την εργασία του με άκυρη καταγγελία μπορεί να προσφύγει στα Δικαστήρια και να ζητήσει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και να του καταβληθούν οι μισθοί υπερημερίας από τον εργοδότη που δεν αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του.   Ποιες είναι οι προθεσμίες: Η σχετική αγωγή πρέπει να γίνει μέσα σε διάστημα 3 μηνών από την κοινοποίηση του εγγράφου της απόλυσης, αλλιώς το δικαίωμα παραγράφεται και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν η ακυρότητα της απόλυσης οφείλεται στη μη κοινοποίηση εγγράφου, η 3μηνη προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που ο εργοδότης σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζόμενου. Πάντως, η με επιφύλαξη είσπραξη της αποζημίωσης δεν αποτελεί παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα ακυρότητας της απόλυσης ή της επιδίωξης μεγαλύτερης αποζημίωσης. Βάρος απόδειξης της καταχρηστικότητας της καταγγελίας Το βάρος απόδειξης της καταχρηστικότητας της καταγγελίας, δηλαδή των περιστατικών που θεμελιώνουν την καταχρηστικότητα αυτή, φέρει καταρχήν ο εργαζόμενος, καθώς δεν αρκεί η πλημμέλεια ή ανυπαρξία της αιτίας της καταγγελίας ώστε να θεωρηθεί αυτή καταχρηστική, διαφορετικά η καταγγελία θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη, κάτι που δεν επιτρέπεται στο ελληνικό εργατικό δίκαιο. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από την άποψη που υιοθετεί ο Άρειος Πάγος σε διάφορες αποφάσεις του, σύμφωνα με την οποία «δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους – που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος – εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ». c3Συνέπειες καταχρηστικής καταγγελίας Σε περίπτωση που η γενόμενη από τον εργοδότη καταγγελία ασκείται καταχρηστικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι άκυρη, με συνέπεια, αφενός τη μη λύση της υφιστάμενης σύμβασης εργασίας, και αφετέρου τη διατήρηση ακεραίων των απορρεόντων από αυτή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών. Συνακόλουθα, ο εργαζόμενος διατηρεί, για όσο διάστημα ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, την αξίωση προς καταβολή του συμφωνημένου ή νόμιμου μισθού του και παράλληλα διατηρεί τις αξιώσεις του έναντι του εργοδότη για πραγματική απασχόληση, για μισθούς υπερημερίας και, ενδεχομένως, για δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές και επίδομα αδείας. Ειδικότερα, ως προς τους μισθούς υπερημερίας, εάν ο εργοδότης καταστεί υπερήμερος ως προς την αποδοχή της προσφερόμενης σε αυτόν εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή του μισθού, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία του σε άλλον χρόνο (άρθρο 656 ΑΚ). Ο εργοδότης που καταγγέλλει άκυρα τη σύμβαση εργασίας καθίσταται εκ μόνου του λόγου αυτού υπερήμερος και οφείλει να καταβάλει τον μισθό στον εργαζόμενο. Επιπλέον, ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει τις ασφαλιστικές εισφορές, εωσότου καταγγείλει νομίμως τη σύμβαση εργασίας. Ο εργοδότης μπορεί να αντιτάξει, έναντι της αξίωσης του εργαζομένου για μισθούς υπερημερίας λόγω της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, την ένσταση έκπτωσης από τους μισθούς της ωφέλειας που ο εργαζόμενος αποκόμισε κατά το διάστημα της υπερημερίας από την παροχή της εργασίας του σε άλλον εργοδότη. Ωστόσο, η ωφέλεια αυτή του εργαζομένου θα πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την υπερημερία του εργοδότη. Έτσι, δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, όταν η ωφέλεια δεν απορρέει από την αξιοποίηση του χρόνου που ελευθερώθηκε λόγω της μη αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου, αλλά από εργασία που ο εργαζόμενος παρείχε προς τρίτους κατά τον χρόνο ισχύος της σύμβασης εργασίας, όταν η σύμβαση εργασίας αυτή βέβαια ήταν ενεργός. Η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας μπορεί να αρθεί με την εκ νέου απασχόληση του απολυθέντος εργαζομένου ή με δήλωση του εργοδότη, ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες αυτού σύμφωνα με τους πριν από την απόλυση όρους της σύμβασης. Για την παύση της υπερημερίας του ο εργοδότης αρκεί να δηλώσει, ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του απολυομένου, χωρίς να απαιτείται να προσφέρει παράλληλα σε αυτόν τους οφειλόμενους έως την ανωτέρω δήλωση μισθούς υπερημερίας. Εντούτοις, στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος, συγχρόνως με την προσφορά της εργασίας του, προβάλλει το δικαίωμα επίσχεσης των καθυστερούμενων μισθών του, τότε η υπερημερία του εργοδότη δεν διακόπτεται, καθόσον ο τελευταίος είναι μεν πρόθυμος να δεχθεί την παροχή που του προσφέρεται, δεν προσφέρει όμως την αντιπαροχή που του ζητείται (άρθρα 325 και 353 ΑΚ). Η τυχόν αμφισβήτηση από την πλευρά του εργαζομένου του κύρους της καταγγελίας επιβάλλεται να εγείρεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδάφιο α’ του ν. 3198/1955, το οποίο προβλέπει ότι κάθε αξίωση του εργαζομένου που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας τυγχάνει απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιείται μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την εν τοις πράγμασι λύση της εργασιακής σχέσης.